δευτερα

δευτερα
    δεύτερα
    I
    τά второе место, второстепенная роль
    

(φέρεσθαι τὰ δ. παρὰ βασιλέϊ Her.; τινι ἀποδοῦναι Xen.)

    II
    (τά) adv. Hom., Thuc. = δεύτερον См. δευτερον

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "δευτερα" в других словарях:

  • δευτέρα — δευτέρᾱ , δεύτερος second fem nom/voc/acc dual δευτέρᾱ , δεύτερος second fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευτέρᾳ — δευτέρᾱͅ , δεύτερος second fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δευτέρα Παρουσία — Χριστιανική αντίληψη που αναφέρεται στη μέλλουσα κρίση του κόσμου. Σύμφωνα με τη χριστιανική Εκκλησία, η Δ.Π. θα συντελεστεί σε άγνωστο χρόνο, όταν ο Ιησούς έλθει για δεύτερη φορά στη Γη, περιστοιχισμένος από αγγέλους, ως κριτής ζωντανών και… …   Dictionary of Greek

  • δευτέρα — η βλ. δεύτερος …   Dictionary of Greek

  • δεύτερα — επίρρ. βλ. δεύτερος …   Dictionary of Greek

  • Δευτέρα — η η επόμενη μέρα της εβδομάδας μετά την Κυριακή: Δε συμπαθώ τα πρωινά της Δευτέρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεύτερα — δεύτερος second neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεύτερᾳ — δεύτεραι , δεύτερος second fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἔξις δευτέρα φύσις. — ἔξις δευτέρα φύσις. См. Привычка вторая натура …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ιουστινιανή Δευτέρα — Βυζαντινή ονομασία της βουλγαρικής πόλης Κιουστεντίλ. Iουστινιανή Πρώτη ονόμαζαν οι Βυζαντινοί τη λίμνη της Αχρίδας …   Dictionary of Greek

  • Καθαρά Δευτέρα — Βλ. λ. Καρναβάλι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»